- προαλείφω
- ΝΑ1. αλείφω κάτι προηγουμένως2. αλείφω αθλητή με λάδι πριν από την πάληνεοελλ.1. ετοιμάζω κάποιον για επίκαιρο αξίωμα («τόν προαλείφουν για υπουργό τών οικονομικών»)2. μέσ. προαλείφομαιπροετοιμάζομαι για αγώνα ή για κοπιαστικό έργο, προπονούμαιαρχ.καλύπτω κάτι εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.