προαλείφω

προαλείφω
ΝΑ
1. αλείφω κάτι προηγουμένως
2. αλείφω αθλητή με λάδι πριν από την πάλη
νεοελλ.
1. ετοιμάζω κάποιον για επίκαιρο αξίωμα («τόν προαλείφουν για υπουργό τών οικονομικών»)
2. μέσ. προαλείφομαι
προετοιμάζομαι για αγώνα ή για κοπιαστικό έργο, προπονούμαι
αρχ.
καλύπτω κάτι εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • επαλείφω — (AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω) αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία μσν. «δώροις ἐφαλείφω» γεμίζω κάποιον με δώρα αρχ. 1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω 2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον 3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”